-
1 πλεκτανη
(ᾰ) ἥ1) извив, кольцо(ὄφεων πλεκτάναι Aesch.)
π. καπνοῦ Arph. — клуб(ы) дыма2) вихрь(π. χειμάρροος Aesch.)
3) щупальце(ὅ πολύπους ὡς χερσὴ χρῆται ταῖς πλεκτάναις Arst.)
4) pl. сети, тенета
1 πλεκτανη
(ὄφεων πλεκτάναι Aesch.)
(π. χειμάρροος Aesch.)
(ὅ πολύπους ὡς χερσὴ χρῆται ταῖς πλεκτάναις Arst.)